ἐπίφρων — thoughtful masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίφρονα — ἐπίφρων thoughtful masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίφρονας — ἐπίφρων thoughtful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίφρονες — ἐπίφρων thoughtful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίφρονι — ἐπίφρων thoughtful masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίφρονος — ἐπίφρων thoughtful masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίφρον' — ἐπίφρονα , ἐπίφρων thoughtful masc acc sg ἐπίφρονι , ἐπίφρων thoughtful masc dat sg ἐπίφρονε , ἐπίφρων thoughtful masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφροσύνη — ἐπιφροσύνη, ἡ (Α) [επίφρων] 1. σύνεση, ετοιμότητα αντιλήψεως και κρίσεως («εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. φώτιση, καθοδήγηση από τον θεό («κατ’ ἐπιφροσύνην τοῡ θεοῡ», Ιώσ.) 3. παρατήρηση, επισκόπηση 4. συνετή επιφύλαξη … Dictionary of Greek
πανεπίφρων — ον, Α 1. αυτός που παρατηρεί, που προσέχει τα πάντα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πανεπίφρονα δόλια, πονηρά τεχνάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπίφρων «συνετός, φρόνιμος»] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek